ὀξύχολον

ὀξύχολον
ὀξύχολος
quick to anger
masc/fem acc sg
ὀξύχολος
quick to anger
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οξύχολος — ὀξύχολος, ον (Α) 1. αυτός που θυμώνει εύκολα, οξύθυμος, ευέξαπτος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύχολον η οξυθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + χόλος (πρβλ. πικρό χολος)] …   Dictionary of Greek

  • Ζήνων — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ζ. ο Ελεάτης. Βλ. λ. Ζήνων ο Ελεάτης. 2. Ζ. ο Κιτιεύς. Βλ. λ. Ζήνων ο Κιτιεύς. 3. Ζ. ο Σιδώνιος (Σιδώνα Φοινίκης 154 π.Χ. ;). Επικούρειος φιλόσοφος. Διαδέχτηκε τον Απολλόδωρο στη διεύθυνση της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”